- βολβός
- Μικρός υπόγειος βλαστός, που αποτελείται από πολλά παχιά, αποχρωματισμένα φύλλα, σαν πλατιά λέπια ή σαν χιτώνες, έτσι ώστε το ένα καλύπτει το άλλο, σε ομόκεντρη κυκλική ή σπειροειδή διάταξη. Στο κέντρο του β. και πάνω από τον δισκοειδή βλαστητικό άξονα υπάρχει ο οφθαλμός που, καθώς αναπτύσσεται, δίνει το στέλεχος και τα φύλλα του φυτού. Η βάση των β., πάντοτε δισκοειδής, φέρει πολλές προσωρινές ρίζες.
Βολβώδη ή βολβόριζα ονομάζονται τα φυτά με αυτό τον ειδικό τύπο βλαστού, που χρησιμεύει ταυτόχρονα και ως αποταμιευτικό όργανο. Οι β. έχουν την ικανότητα να διατηρούνται για πολύ καιρό σε κατάσταση χειμερινού λήθαργου.
Εκτός από διάφορα είδη που ανήκουν σε άλλες οικογένειες, βολβόριζα είναι σχεδόν όλα τα λειριανθή (π.χ. το κρεμμύδι, το σκόρδο, το πράσο, ο υάκινθος, ο κρίνος, η τουλίπα) και οι αμαρυλλίδες (π.χ. ο νάρκισσος και ο γάλανθος).
Κονδυλόμορφοι λέγονται οι β. που τα φύλλα τους είναι ενωμένα με τον υπερτροφικό βλαστητικό άξονα και διαμορφώνουν έτσι ένα σαρκώδες σώμα (π.χ. ο γλαδίολος, ο κρόκος, η ίρις), παρόμοιο με το σώμα των πραγματικών κονδύλων (π.χ. η πατάτα, ο ηλίανθος).
Βολβός κρίνου (τομή) με το μάτι. Η βάση που μοιάζει με δίσκο έχει προσωρινές ρίζες.
Γέφυρα κοντά στο Σαρατόφ, μήκους περίπου 3 χλμ. Οι πολυάριθμοι παραπόταμοι και οι διώρυγες συνδέουν τον Βόλγα με τους κυριότερους ποταμούς του ευρωπαϊκού τμήματος της Ρωσίας (φωτ. Igda).
Φωτογραφία της περιοχής του δέλτα του Βόλγα από δορυφόρο της ΝΑΣΑ, τον Μάιο του 1991, από ύψος 270 χλμ. Στο κέντρο και αριστερά διακρίνονται αμμώδεις σχηματισμοί που διακόπτονται από τις πολυάριθμες (700) αλμυρές λίμνες που βρίσκονται στο δέλτα του ποταμού (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
* * *και βορβός, ο (AM βολβός)1. υπόγειος βλαστός που έχει τροποποιηθεί έτσι ώστε να εκτελεί αποταμιευτική λειτουργία2. η εδώδιμη ρίζα του φυτού λεοπολδίανεοελλ.ονομασία διαφόρων οργάνων που έχουν σχήμα βολβού («βολβός του οφθαλμού», «βολβός του δωδεκαδακτύλου»).[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό, που συνδέεται φωνητικά με τύπους άλλων ινδοευρ. γλωσσών οι οποίοι δηλώνουν κυρίως στρογγυλά αντικείμεναπρβλ. λατ. bulla «φυσαλλίδα νερού», λιθ. burbuas «φυσαλλίδα νερού», bulbus «πατάτα», αρμ. botk» «ραπάνι», αρχ. ινδ. bάlbaja «είδος χόρτου». Στην Ελληνική η λ. βολβός συνδέθηκε και με το βώλος* «σβώλος». Τέλος, το λατ. bulbus είναι δάνειο από την Ελληνική].
Dictionary of Greek. 2013.